Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ τῶν παίδων εὐϑύς

См. также в других словарях:

  • κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι …   Dictionary of Greek

  • Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… …   Dictionary of Greek

  • υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»